ξεθαρρεύω

ξεθαρρεύω
ξεθαρρεύομαι 1. αμετ.
1) делаться решительным; приобретать уверенность в себе; 2) переставать бояться, делаться смелее; 3) наглеть; 2. μετ. переставать следить, ослаблять надзор (за детьми и т. п.);

μην τα ξεθαρρεύεσαι ποτέ μοναχά τους τα παιδιά! — никогда не оставляй детей без надзора!


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ξεθαρρεύω" в других словарях:

  • ξεθαρρεύω — ξεθαρρεύω, ξεθάρρεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεθαρρεύω — και ξεθαρρεύομαι ξεθάρρεψα και ξεθαρρεύτηκα, ξεθαρρεμένος 1. παίρνω θάρρος, γίνομαι αυθάδης, αναθαρρώ: Ξεθάρρεψε και αντιμιλά. 2. το μέσ., ξεθαρρεύομαι δείχνω εμπιστοσύνη σε κάποιον : Μην ξεθαρρεύεσαι σ αυτόν γιατί δεν έχει μπέσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεθαρρεύω — (Μ ξεθαρρεύω) 1. ανακτώ το θάρρος και την αυτοπεποίθηση μου, αναθαρρώ 2. (το μέσ.) ξεθορρεύομαι εμπιστεύομαι κάποιον περισσότερο από όσο πρέπει νεοελλ. (το μέσ.) αποκτώ υπερβολικό θάρρος, γίνομαι αυθάδης, αποθρασύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ θαρρῶ (εξ …   Dictionary of Greek

  • ξεθάρρεμα — το [ξεθαρρεύω] 1. το αποτέλεσμα τού ξεθαρρεύω, ανάκτηση θάρρους, αναθάρρηση 2. αποθράσυνση …   Dictionary of Greek

  • ξαθαρρεμός — το [ξεθαρρεύω] ξαθάρρεμα …   Dictionary of Greek

  • ξεδειλιώ — άω αποβάλλω τη δειλία μου, παίρνω θάρρος, ξεθαρρεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + δειλιώ] …   Dictionary of Greek

  • χέρι — Το ακρότατο τμήμα του επάνω άκρου· ο σκελετός του αποτελείται από 27 οστά, 8 από τα οποία (ονομάζονται μικρά οστά του χ. ή καρπός), βρίσκονται διατεταγμένα σε δυο σειρές και συμμετέχουν από τη μια μεριά στην άρθρωση του καρπού, ενώ από την άλλη… …   Dictionary of Greek

  • ξεθάρρεμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξεθαρρεύω, απόκτηση θάρρους, εμπιστοσύνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»